διανάσσω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]] τις ρωγμές, [[καλαφατίζω]], πλοία, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανάσσω Medium diacritics: διανάσσω Low diacritics: διανάσσω Capitals: ΔΙΑΝΑΣΣΩ
Transliteration A: dianássō Transliteration B: dianassō Transliteration C: dianasso Beta Code: diana/ssw

English (LSJ)

   A stop chinks: caulk ships, Str.4.4.1:—Pass., pf. part. διανεναγμένος σφυγμός, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 591] dazwischen ausstopfen, ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Strab. 4, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διανάσσω: μέλλ. -ξω, γεμίζω κενόν τι ἐν τῶ μεταξύ, στουπώνω («καλαφατίζω») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 náut. calafatear, rellenar (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas Str.4.4.1.
2 part. perf. pas. διανεναγμένος disgregado n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.

Greek Monolingual

και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) νάσσω
1. καλαφατίζω, ματζακονίζω
2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω στεγανότητα.

Greek Monotonic

διανάσσω: μέλ. -ξω, φράζω τις ρωγμές, καλαφατίζω, πλοία, σε Στράβ.