ἄρταμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρταμος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο [[μάγειρος]] ή ο [[χασάπης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[σπανίως]] χρησιμοποιούμενη [[λέξη]]. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από <i>αρτί</i>-<i>ταμος</i> ή <i>αρτό</i>-<i>ταμος</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]], [[πράγμα]] όμως που προσκρούει στο ότι τα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το ρ. [[τέμνω]] έχουν τη [[μορφή]] -<i>τομος</i>].
|mltxt=[[ἄρταμος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο [[μάγειρος]] ή ο [[χασάπης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[σπανίως]] χρησιμοποιούμενη [[λέξη]]. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από <i>αρτί</i>-<i>ταμος</i> ή <i>αρτό</i>-<i>ταμος</i> με συλλαβική [[ανομοίωση]], [[πράγμα]] όμως που προσκρούει στο ότι τα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το ρ. [[τέμνω]] έχουν τη [[μορφή]] -<i>τομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρτᾰμος:''' ὁ, [[σφαγέας]], [[μάγειρας]], σε ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτᾰμος Medium diacritics: ἄρταμος Low diacritics: άρταμος Capitals: ΑΡΤΑΜΟΣ
Transliteration A: ártamos Transliteration B: artamos Transliteration C: artamos Beta Code: a)/rtamos

English (LSJ)

ὁ,

   A butcher, cook, X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG14.643; βοός Orac. ap. Phleg.10.39.    2 metaph., murderer, S.Fr.1025, Lyc.236, 797. (For ἀρτι-ταμος, = ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, acc. to Eust.577.45.)

German (Pape)

[Seite 361] ὁ, 1) Schlächter, Koch, VLL. μάγειρος παρὰ τὸ διαρτάσαι ὅ ἐστι μερίσαι, Xen. Cyr. 2, 2, 4 mit der v. l. μάγειρος; κατ' ἰχθύων Epier. Ath. XIV, 655 f. – 2) Mörder, Soph. frg. 848; Lycophr. 236 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
boucher ; cuisinier.
Étymologie: DELG ?, malgré Eust. qui interprète ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, celui qui coupe exactement.

Spanish (DGE)

(ἄρτᾰμος) -ου, ὁ 1 matarife y cocinero X.Cyr.2.2.4, Epicr.6, IG 14.643 (Calabria, arc.), βοός Orác. en Phlg.10.2B.10, Trag.Adesp.148, Hsch.
2 fig. asesino S.Fr.1025, Lyc.236.

• Etimología: Comp. de ἄρτιος y τέμνω, según Eust.577.45, de donde *ἀρτιταμος o *ἀρτιοταμος, c. hapl. Pero el vocalismo de -ταμος es raro.

Greek Monolingual

ἄρταμος, ο (Α)
1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης
2. μτφ. ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να παραχθεί από αρτί-ταμος ή αρτό-ταμος με συλλαβική ανομοίωση, πράγμα όμως που προσκρούει στο ότι τα σύνθετα με β' συνθετικό το ρ. τέμνω έχουν τη μορφή -τομος].

Greek Monotonic

ἄρτᾰμος: ὁ, σφαγέας, μάγειρας, σε ξεν. (αμφίβ. προέλ.).