ἀνταποτίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνταποτίνω]] και -τίννυμι, Μ -νύω)<br />[[ανταποδίδω]], [[ξεπληρώνω]].
|mltxt=(Α [[ἀνταποτίνω]] και -τίννυμι, Μ -νύω)<br />[[ανταποδίδω]], [[ξεπληρώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταποτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[ξεπληρώνω]], [[ανταποδίδω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποτίνω Medium diacritics: ἀνταποτίνω Low diacritics: ανταποτίνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: antapotínō Transliteration B: antapotinō Transliteration C: antapotino Beta Code: a)ntapoti/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A requite, repay, AP9.223 (Bianor), Orph.Fr.32d,<*>.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποτίνω: ἀνταποδίδωμι, Ἀνθ. Π. 9. 223: - ὡσαύτως ἀνταποτίννυμι ἢ -ύω, Βυζ.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
pagar a su vez καὶ κύριος ἀνταποτείσει αὐτῷ ἀγαθά LXX 1Re.24.20, ποινὰν δ' ἀνταπέ[ι] τε[σε] υσ' (sic) ἔργων ἕνεκ[α] οὔτι δικαίων Orph.Fr.32d, cf. e, τὰ δ' εὐστοχίης ἀνταπέτισε βέλη pagó la pena por sus certeras flechas, AP 9.223 (Bianor).

Greek Monolingual

ἀνταποτίνω και -τίννυμι, Μ -νύω)
ανταποδίδω, ξεπληρώνω.

Greek Monotonic

ἀνταποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], ξεπληρώνω, ανταποδίδω, σε Ανθ.