ἐλαιήεις: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλαιήεις]], -εσσα, -εν, αττ. τ. [[ἐλαιάεις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο<br /><b>3.</b> [[ελαιώδης]], [[λαδερός]], [[λιπαρός]]<br /><b>4.</b> ο [[γεμάτος]] [[λάδι]].
|mltxt=[[ἐλαιήεις]], -εσσα, -εν, αττ. τ. [[ἐλαιάεις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο<br /><b>3.</b> [[ελαιώδης]], [[λαδερός]], [[λιπαρός]]<br /><b>4.</b> ο [[γεμάτος]] [[λάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαιήεις:''' -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, [[κατάφυτος]] με ελιές, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιήεις Medium diacritics: ἐλαιήεις Low diacritics: ελαιήεις Capitals: ΕΛΑΙΗΕΙΣ
Transliteration A: elaiḗeis Transliteration B: elaiēeis Transliteration C: elaiieis Beta Code: e)laih/eis

English (LSJ)

Att. ἐλαιάεις, εσσα, εν,

   A of the olive-tree, φλοιός Nic.Th.676, etc.; planted with olives, ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50.    II oily, νηδύς S.Fr.457; full of oil, Nonn.D.5.226.

German (Pape)

[Seite 788] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιήεις: Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ πλήρης ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
d’olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Morfología: [fem. ἐλαιάεσσα S.Fr.457]
I de olivo(s) θαλλός Nonn.D.11.510, ἐλαιήεντες ἄρουραι campos de olivos, olivares Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.50.
II adj.
1 aceitoso, grasiento νηδύς ... ἐ. grasienta panza del cíclope, S.l.c., φλοιὸς ἐ. κρότωνος corteza oleosa del ricino Nic.Th.676.
2 lleno de aceite ἀμφιφορεύς Nonn.D.5.226.

Greek Monolingual

ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά
2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο
3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
4. ο γεμάτος λάδι.

Greek Monotonic

ἐλαιήεις: -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, κατάφυτος με ελιές, σε Ανθ.