νεήφατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεήφατος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη [[φορά]], ο λεγόμενος για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>φατος</i>, <i>παλαί</i>-<i>φατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] [[νεόφατος]]) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
|mltxt=[[νεήφατος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη [[φορά]], ο λεγόμενος για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>φατος</i>, <i>παλαί</i>-<i>φατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] [[νεόφατος]]) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεήφᾰτος:''' -ον, ποιητ. [[λέξη]] αντί [[νεόφατος]], αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήφᾰτος Medium diacritics: νεήφατος Low diacritics: νεήφατος Capitals: ΝΕΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗphatos Transliteration B: neēphatos Transliteration C: neifatos Beta Code: neh/fatos

English (LSJ)

ον, poet. for νεόφατος,

   A newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.

Greek (Liddell-Scott)

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.

Greek Monolingual

νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.