ὀξυόεις: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
(29) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] οξιάς, [[οξένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |mltxt=[[ὀξυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] οξιάς, [[οξένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀξύα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξυόεις:''' -εσσα, -εν ([[ὀξύς]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; ou plutôt en bois de hêtre [[[ὀξύα]]].
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀξυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
ὀξυόεις: -εσσα, -εν (ὀξύς), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.