καλλίκομος: Difference between revisions
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίκομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] και πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίκομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] και πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίκομος:''' ὁ, ἡ ([[κόμη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, λέγεται για τις γυναίκες, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A beautifulhaired, of women, Il.9.449, Od.15.58, Pi.P.9.106; Ὧραι Hes.Op.75, cf. Th.915; Ἀφροδίτη Epimenid.19; Μοῖσαι Sapph.60; Χάριτες Ar. Pax798 (lyr.), IG12.821; also of trees, with beautiful foliage, IG2.3412.
German (Pape)
[Seite 1310] schönhaarig, von Frauen, παλλακίς Il. 9, 449, Ἑλένη Od. 15, 58; Ὧραι Hes. O. 75, wie Pind. P. 9, 110 N. 10, 10; χάριτες Maced. 30 (IX, 625). – Von Pflanzen, schön belaubt.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκομος: -ον, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 449, Ὀδ. Ο. 58, Πινδ. Π. 9. 184· Ὧραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75, πρβλ. Θ. 915· Χάριτες Ἀριστοφ. Εἰρ. 798: - ἐπὶ δένδρων, ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle chevelure.
Étymologie: καλός, κόμη.
English (Autenrieth)
(κόμη): with beautiful hair, cf. ἠύκομος.
English (Slater)
καλλῐκομος, -ον
1 with lovely hair Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίκομος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
καλλίκομος: ὁ, ἡ (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, λέγεται για τις γυναίκες, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αριστοφ.