τρῖμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
|btext=ατος (τό) :<br />homme expert en qch, vieux routier.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῖμμα:''' -ατος, τό ([[τρίβω]]), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το [[τρίβων]] II 2, [[πεπειραμένος]] [[πανούργος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῖμμα Medium diacritics: τρῖμμα Low diacritics: τρίμμα Capitals: ΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: trîmma Transliteration B: trimma Transliteration C: trimma Beta Code: tri=mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τρίβω)

   A that which is rubbed: metaph., like τρίβων (B) 2, a practised knave, Ar.Nu.260, Av.431.    II a drink or brew prepared of pounded groats and spices, Alex.188, Sotad.Com.1.4, Axionic.4.8 (anap.); τριμμάτων πλῆθος Diocl.Fr.138; ὅπως λαβὼν παρ ἐμοῦ . . σησάμου τέταρτον τρίψῃ μοι . . τ. UPZ62.21 (ii B. C.); = ἀρωματίζον τόμα ἐν γάμοις πινόμενον, Hsch.    2 fragments, μοχλῶν IG22.1672.303 (τρινματα lapis), cf. 7.3073.165 (Lebad., ii B. C.); scrapings, Hp.Nat.Mul.32.    III abrasion, Gal.13.181.

Greek (Liddell-Scott)

τρῖμμα: (οὐχὶ τρίμμα), τό, (τρίβω) πᾶν ὅ,τι εἶναι τετριμμένον· μεταφορ., ὡς τὸ τρίβων· ΙΙ. 2, πεπειραμένος, τετριμμένος πανοῦργος, λέγειν γενήσει τρῖμμα, κρόταλον, παιπάλη, «γενήσει τετριμμένος ἐν λόγοις, ἱκανὸς καὶ δεινὸς ἔσει λέγειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 260, Ὄρν. 430. ΙΙ. πόμα μετ’ ἀρωμάτων ἢ εἶδος μυττωτοῦ, «ἐχρῶντο δὲ οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι ἐξ ἀρωμάτων κατασκευαζομένῳ, ὃ ἐκάλουν τρῖμμα» Ἀθήν. 31Ε· «τρῖμμα δὲ ἀρωματικὸν πόμα» Σουΐδ.· τρῖμμ’... διειμένον ὄξει Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον Σωτάδης ἐν «Ἐγκειομέναις» 1, 4· χλωρῷ τρίμματι βρέξας Ἀξιόνικος, ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 8 - Ὑποκορ. τριμμάτιον, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 17, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 1. ΙΙΙ. εἶδος πέμματος, Ἡσύχ. (πόμα Schmidt). IV. = τρῖψις, Ἰω. Νηστευτὴς 1928D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
homme expert en qch, vieux routier.
Étymologie: τρίβω.

Greek Monotonic

τρῖμμα: -ατος, τό (τρίβω), αυτό το οποίο είναι τριμμένο· μεταφ., όπως το τρίβων II 2, πεπειραμένος πανούργος, σε Αριστοφ.