στερίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(δ. τ.) [[στερώ]] («[[στερίσκω]] τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος ενεστ. τ. τών [[στέρομαι]] / <i>στερῶ</i> με [[επίθημα]] -[[ίσχω]], σχηματισμένος από τον μέλλ. <i>στερήσω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[εὑρίσκω]]: [[εὑρήσω]].
|mltxt=Α<br />(δ. τ.) [[στερώ]] («[[στερίσκω]] τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος ενεστ. τ. τών [[στέρομαι]] / <i>στερῶ</i> με [[επίθημα]] -[[ίσχω]], σχηματισμένος από τον μέλλ. <i>στερήσω</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[εὑρίσκω]]: [[εὑρήσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στερίσκω:''' = [[στερέω]], μόνο σε ενεστ., [[αποστερώ]], [[απογυμνώνω]] από [[κάτι]], [[ξεγυμνώνω]], [[ληστεύω]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερίσκω Medium diacritics: στερίσκω Low diacritics: στερίσκω Capitals: ΣΤΕΡΙΣΚΩ
Transliteration A: sterískō Transliteration B: steriskō Transliteration C: sterisko Beta Code: steri/skw

English (LSJ)

collat. pres. of

   A στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.

German (Pape)

[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.

Greek (Liddell-Scott)

στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.

Greek Monolingual

Α
(δ. τ.) στερώστερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.

Greek Monotonic

στερίσκω: = στερέω, μόνο σε ενεστ., αποστερώ, απογυμνώνω από κάτι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, σε Ηρόδ., Αττ.