τριγέρων: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(για πράγματα) πολύ [[παλαιός]], [[παμπάλαιος]] (α. «[[τριγέρων]] μῡθος [[τάδε]] φωνεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[τριγέρων]] [[οἶνος]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[γέρος]], [[υπέργηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]]. | |mltxt=-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(για πράγματα) πολύ [[παλαιός]], [[παμπάλαιος]] (α. «[[τριγέρων]] μῡθος [[τάδε]] φωνεῑ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «[[τριγέρων]] [[οἶνος]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) πολύ [[γέρος]], [[υπέργηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A triply old, i. e. very old, τ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, A.Ch.314 (anap.); τ. Νέστωρ AP7.144, cf. 157.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως γέρων ἢ τρὶς γέρων, δηλ. ὑπεργήρως, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, μῦθος τρὶς ἢ πολλάκις λεχθείς, παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. Νέστωρ Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ οἶνος Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ, ἡ)
trois fois vieux, très vieux.
Étymologie: τρίς, γέρων.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῑ», Αισχύλ.
β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.)
αρχ.
(για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + γέρων.
Greek Monotonic
τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή παλιός, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, παμπάλαιος μύθος, σε Αισχύλ.