εὐπρόσδεκτος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσδεκτος]], -ον)<br />αυτὸς που γίνεται ευχάριστα [[δεκτός]], ο [[καλόδεχτος]] («ευπρόσδεκτη [[δωρεά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρόσδεκτα</i> και <i>ευπροσδέκτως</i> (ΑΜ εὐπροσδέκτως)<br />με ευπρόσδεκτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[δέχομαι]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσδεκτος]], -ον)<br />αυτὸς που γίνεται ευχάριστα [[δεκτός]], ο [[καλόδεχτος]] («ευπρόσδεκτη [[δωρεά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπρόσδεκτα</i> και <i>ευπροσδέκτως</i> (ΑΜ εὐπροσδέκτως)<br />με ευπρόσδεκτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[δέχομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσδεκτος:''' -ον ([[προσδέχομαι]]), [[αποδεκτός]].
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσδεκτος Medium diacritics: εὐπρόσδεκτος Low diacritics: ευπρόσδεκτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: euprósdektos Transliteration B: euprosdektos Transliteration C: efprosdektos Beta Code: eu)pro/sdektos

English (LSJ)

ον,

   A acceptable, Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar.Pax1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσδεκτος: -ον, ὃν εὐχαρίστως δέχεταί τις, Πλούτ. 2. 801C, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16, 31, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à admettre, acceptable.
Étymologie: εὖ, προσδέχομαι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of προσδέχομαι; well-received, i.e. approved, favorable: acceptable(-ted).

English (Thayer)

ἐυπροσδεκτον (εὖ and προσδέχομαι), well-received, accepted, acceptable: τίνι, Plutarch, praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].

Greek Monotonic

εὐπρόσδεκτος: -ον (προσδέχομαι), αποδεκτός.