χόρτασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χόρταμα]] Ν [[χορτάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορτασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τροφή]] του ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ χορτάσματα</i><br />οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ).
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χόρταμα]] Ν [[χορτάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορτασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τροφή]] του ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ χορτάσματα</i><br />οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόρτασμα:''' -ατος, τό, [[σανός]], [[τροφή]], [[ζωοτροφή]]· [[τροφή]] για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόρτασμα Medium diacritics: χόρτασμα Low diacritics: χόρτασμα Capitals: ΧΟΡΤΑΣΜΑ
Transliteration A: chórtasma Transliteration B: chortasma Transliteration C: chortasma Beta Code: xo/rtasma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A fodder, forage, for cattle, Plb.9.4.3, D.S.20.42, Phylarch.36 J., LXX Ge. 24.25, 32, al.    2 food for men, Act.Ap.7.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1367] τό, das Futter; Pol. 9, 4,3; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χόρτασμα: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χόρτος, τροφὴ τῶν ζῴων, Πολύβ. 9. 4, 3, Διόδ. 20. 42, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 607Α, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 25, 32, κ. ἀλλ. 2) τροφὴ τῶν ἀνθρώπων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 11, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fourrage;
2 p. ext. nourriture NT.
Étymologie: χορτάζω.

English (Strong)

from χορτάζω; forage, i.e. food: sustenance.

English (Thayer)

χορτασματος, τό (χορτάζω), feed, fodder, for animals (the Sept.; Polybius, Diodorus, Plutarch, others); food (vegetable) sustenance, whether for men or flocks: plural Acts 7:11.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και χόρταμα Ν χορτάζω
νεοελλ.
χορτασμός
αρχ.
1. η τροφή του ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ)
2. συν. στον πληθ. τὰ χορτάσματα
οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ).

Greek Monotonic

χόρτασμα: -ατος, τό, σανός, τροφή, ζωοτροφή· τροφή για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη