ληκυθίζω: Difference between revisions
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληκυθίζω]] (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με υπόκωφη [[φωνή]], σαν να [[μιλώ]] [[μέσα]] σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φωνασκώ]], βοώ, [[μιλώ]] με κομπασμό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκυθίζω]] θέσεις» — [[λέγω]] κοινοτοπίες ή [[μεγαλοποιώ]] τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις. | |mltxt=[[ληκυθίζω]] (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με υπόκωφη [[φωνή]], σαν να [[μιλώ]] [[μέσα]] σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φωνασκώ]], βοώ, [[μιλώ]] με κομπασμό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκυθίζω]] θέσεις» — [[λέγω]] κοινοτοπίες ή [[μεγαλοποιώ]] τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληκῠθίζω:''' ([[λήκυθος]] II), [[κοσμώ]] με ρητορικά σχήματα, [[μεγαλοποιώ]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A declaim in a hollow voice, as though speaking into a λήκυθος, τραγῳδὸς Μοῦσα-ίζουσα Call.Fr.10.13 P., Phryn.PSp.86 B., Poll.4.114, 7.182: c.acc., θέσεις λ. declaim commonplaces, Str.13.1.54.
German (Pape)
[Seite 39] mit Salben, Schminken bestreichen, die man in der λήκυθος aufbewahrt; gew. übertr. von den Rednern u. Dichtern, Rednerprunk aufwenden, θέσεις ληκυθίζειν, Gemeinplätze rednerisch ausmalen, herausschmücken, Strab. XIII, 609, mit starker Stimme schreien, hervorgurgeln, vgl. Schol. Ar. Ach. 589; Poll. 4, 114; B. A. 50, 8 erkl. κοῖλόν τι φθέγμα ποιεῖν ὥςπερ εἰς ληκύθους προϊέμενοι.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθίζω: μεταφορ. ἐκ τοῦ λήκυθος Ι. 2, κοσμῶ ῥητορικῶς, θέσεις λ., μεγαλύνω τὰ κοινὰ καὶ ἁπλούστατα πράγματα, μεγαλοποιῶ, Στράβ. 609· - ἀπολ., βοῶ, φωνασκῶ, ὁμιλῶ κομπωδῶς, Α. Β. 50, Πολυδ. Δ΄, 114., Ζ΄, 182· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
enfler son style, écrire en style ampoulé.
Étymologie: λήκυθος.
Greek Monolingual
ληκυθίζω (Α) λήκυθος
1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.)
2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό
3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» — λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές διακοσμήσεις.
Greek Monotonic
ληκῠθίζω: (λήκυθος II), κοσμώ με ρητορικά σχήματα, μεγαλοποιώ, σε Στράβ.