προϋποβάλλω: Difference between revisions
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[υποβάλλω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>προϋποβάλλομαι</i><br />[[τοποθετώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] ως [[βάση]], ως [[θεμέλιο]] («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ [[κάρφη]] προϋποβάλλονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.). | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[υποβάλλω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>προϋποβάλλομαι</i><br />[[τοποθετώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] ως [[βάση]], ως [[θεμέλιο]] («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ [[κάρφη]] προϋποβάλλονται», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προϋποβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, [[υποβάλλω]] ως [[θεμέλιο]] — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A put under first, Gal.11.138,18(2).568:—Med., put under as a foundation, Plu.2.966d, Them.in de An.49.6, al.:—Pass., to be prepared or ready as material, Luc.Hist.Conscr.51.
German (Pape)
[Seite 795] (s. βάλλω), vorher unterlegen, als Grundlage; Themist.; Luc. hist. conscrib. 51; auch med., Plut. sol. an. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προϋποβάλλω: ὑποβάλλω ὡς θεμέλιον, Πλούτ. 2. 966D, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ. ― Παθητ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι ὡς ὑλικὸν πρὸς συγγραφήν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51.
French (Bailly abrégé)
jeter d’abord comme fondement ; Pass. être d’abord posé comme fondement;
Moy. προϋποβάλλομαι jeter d’abord comme fondement pour soi.
Étymologie: πρό, ὑποβάλλω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
υποβάλλω προηγουμένως κάτι
αρχ.
1. μέσ. προϋποβάλλομαι
τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.)
2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [[[ἱστορία]]] προϋπῆρχε καὶ προϋπεβέβλητο», Λουκ.).
Greek Monotonic
προϋποβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, υποβάλλω ως θεμέλιο — Παθ., ετοιμάζομαι ως υλικό, σε Λουκ.