δυστόχαστος: Difference between revisions
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[δυσστόχαστος]]. | |dgtxt=v. [[δυσστόχαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυστόχαστος:''' -ον ([[δυσ-]], [[στοχάζομαι]]), [[δύσκολος]] στην [[επίτευξη]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.
Spanish (DGE)
v. δυσστόχαστος.
Greek Monotonic
δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.