κολλητός: Difference between revisions
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[κολλητός]], <i>η κολλητή</i><br />πολύ [[στενός]] [[φίλος]], [[αχώριστος]] [[σύντροφος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />συνεχόμενος, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολλητά</i><br />([[ιδίως]] για ακίνητα) συνεχόμενα, [[δίπλα]] [[δίπλα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κολλητός]], -ή, -όν) [[κολλώ]]<br />αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο [[κολλητός]], <i>η κολλητή</i><br />πολύ [[στενός]] [[φίλος]], [[αχώριστος]] [[σύντροφος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />συνεχόμενος, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κολλητά</i><br />([[ιδίως]] για ακίνητα) συνεχόμενα, [[δίπλα]] [[δίπλα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κολλητός:''' -ή, -όν ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> κολλημένος με κάποιον, [[στενά]] συνδεδεμένος, [[σφιχτά]] προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[υποστήριγμα]] συγκολλημένο με τον <i>κρατήρα</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt.279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.
German (Pape)
[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
Greek (Liddell-Scott)
κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναι ἢ ὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
bien ajusté.
Étymologie: *κολλέω, de *κολλός, v. κολλήεις.
2ή, όν :
collé, soudé.
Étymologie: adj. verb. de κολλάω.
English (Autenrieth)
(κολλάω): joined, wellcompacted or ‘shod,’ with bands or otherwise, δίφρος, σανίδες, Il. 19.395, Ι , Od. 23.194.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολλητός, -ή, -όν) κολλώ
αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή
πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος
νεοελλ.-μσν.
συνεχόμενος, πλαϊνός, διπλανός
αρχ.
ο καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός.
επίρρ...
κολλητά
(ιδίως για ακίνητα) συνεχόμενα, δίπλα δίπλα.
Greek Monotonic
κολλητός: -ή, -όν (κολλάω)·
I. κολλημένος με κάποιον, στενά συνδεδεμένος, σφιχτά προσαρμοσμένος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.
II. ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, υποστήριγμα συγκολλημένο με τον κρατήρα, σε Ηρόδ.