στῆριγξ: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]]. | |btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στῆριγξ:''' -ιγγος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[αντέρεισμα]], [[στύλος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξύλο]] με [[απόληξη]] δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες [[ξύλο]] που εκτεινόταν από το [[μέσο]] του άξονα προς τα [[εμπρός]] στα δίτροχα άρματα, Λατ. [[furca]], σε Λυσ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A support, prop, stay, σ. τοῦ σώματος, of the κνήμη or large bone of the leg, X.Eq.1.5; αἱ σ. [τῶν πύργων] D.S. 18.70. b = παρακερκίς 1, Poll.2.191 (pl.). 2 fork with which the shaft or pole of a two-wheeled chariot was propped, until the beasts were yoked to it, Lys.Fr.330 S., Plu.2.280f: acc. στήριγγᾰν Maiuri Nuova Silloge 48 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 942] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.
Greek (Liddell-Scott)
στῆριγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς ξύλον, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
fourche pour soutenir le timon d’une voiture non attelée.
Étymologie: στηρίζω.
Greek Monotonic
στῆριγξ: -ιγγος, ἡ,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, αντέρεισμα, στύλος, σε Ξεν.
2. ξύλο με απόληξη δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες ξύλο που εκτεινόταν από το μέσο του άξονα προς τα εμπρός στα δίτροχα άρματα, Λατ. furca, σε Λυσ.