σφενδάμνινος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίνη, -ον, Α [[σφένδαμνος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] σφενδάμνου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]]. | |mltxt=-ίνη, -ον, Α [[σφένδαμνος]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] σφενδάμνου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[τραχύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφενδάμνῐνος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από [[ξύλο]] σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό [[καρύδι]]», [[τραχύς]], [[σκληρός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of maple wood, τράπεζαι Cratin.301: metaph. for tough, stout, 'hearts of oak', Ar.Ach.181.
Greek (Liddell-Scott)
σφενδάμνῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ ξύλου σφενδάμνου, τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9˙ μεταφ., ἰσχυρός, δυνατός, τραχύς, σκληρός, πρεσβῦταί τινες... σφενδάμνινοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 181, πρβλ. πρίνινος.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] η, ον,
1. de bois d’érable, CRAT. (Com. fr. 2, 177);
2. p. ext., dur solide. résistant, AR. Ach. 181.
Étymologie: σφένδαμνος.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α σφένδαμνος
1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς.
Greek Monotonic
σφενδάμνῐνος: -η, -ον, κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, «σκληρό καρύδι», τραχύς, σκληρός, ισχυρός, σε Αριστοφ.