χρησμοσύνη: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(47b) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. [[χρημοσύνη]] Α<br />[[έλλειψη]], [[χρεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίμονη [[παράκληση]]<br /><b>2.</b> [[υπηρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χρημοσύνη]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[χρησμός]] [[είναι]] εσφ.]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. [[χρημοσύνη]] Α<br />[[έλλειψη]], [[χρεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επίμονη [[παράκληση]]<br /><b>2.</b> [[υπηρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χρημοσύνη]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[χρησμός]] [[είναι]] εσφ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρησμοσύνη:''' ἡ ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], [[φτώχεια]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II.</b> πιεστική [[παράκληση]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A need, want, poverty, Tyrt.10.8, A.R.2.473, Plot.1.8.5. 2 in mystical sense, opp. κόρος and corresponding to διακόσμησις, Heraclit.65, cf. Ph.1.89, 2.242, Plu.2.389c. II importunity, τῆς χ. μετίεσαν Hdt.9.33. III service, A.R.1.837.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; κόρος καὶ χρησμοσύνη, Ueberfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοσύνη: ἡ, ἀπορία, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ χρημοσύνη), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = διακόσμησις, ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. λιπαρία, λιπαρὴς παράκλησις, μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 (ἔνθα ὁ Schweigh. ἡμαρτημένως ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαντοσύνη, ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 manque, besoin, indigence;
2 désir d’acquérir, désir.
Étymologie: χρησμός.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α
έλλειψη, χρεία
αρχ.
1. επίμονη παράκληση
2. υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο -σ-. Η σύνδεση του τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.].
Greek Monotonic
χρησμοσύνη: ἡ (χράομαι)·
I. ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια, σε Τυρτ.
II. πιεστική παράκληση, σε Ηρόδ.