καθιερόω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />consacrer, dédier, dévouer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱερόω]]. | |btext=-ῶ :<br />consacrer, dédier, dévouer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱερόω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθιερόω:''' Ιων. κατ-ῑρόω, μέλ. <i>-ώσω</i>· [[αφιερώνω]], [[αφοσιώνω]], [[αγιάζω]], [[καθαγιάζω]], σε Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. κατῑρόω,
A dedicate, devote, Hdt.1.92, 164; τῇ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα . . πεντακισχιλίους στατῆρας Lys.19.39; τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg.745d; Χώραν Aeschin.3.109; ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι κ. Plu.Cam.21; τὸ θέατρον D.C.39.38, cf. SIG791B5 (Delph., i A.D.), etc.:—Pass., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος [ῑ] A.Eu.304; ἡ Κιρραία Χώρα καθιερώθη was consecrated, D.18.149; καθιερωμένα ἀναθήματα Plb.7.14.3, cf. 3.22.1; οἱ καθιερούμενοι τῷ Διΐ his priests, S.E.P.3.224. 2 set up, establish as sacred, τὴν φήμην Pl.Lg.838d:—Pass., νόμιμον καθιερωθέν ib.839c; δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Plb.9.36.9.--Prose word, used once by A.
German (Pape)
[Seite 1285] ion. κατιρόω, heiligen, weihen; ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος Aesch. Eum. 304; οἴκημα, τὴν οὐσίην κατιρῶσαι, Her. 1, 92. 164; τῷ θεῷ τι Plat. Legg. V, 745 d, öfter; καθιερωθὲν τοῦτο τὸ νόμιμον VIII, 839 b, u. öfter von gesetzlichen Vestimmungen. Bei Plut. Cam. 21 u. a. Sp. ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι ὑπὲρ τῆς πατρίδος, se diis devovere.
Greek (Liddell-Scott)
καθιερόω: Ἰων. κατῑρόω: μέλλ. -ώσω: - ἀφιερῶ, Ἡρόδ. 1. 92, 164· τῇ μὲν γὰρ Ἀθηνᾷ καθιέρωσεν.., ΄Ϛ στατῆρας εἰς ἀναθήματα.. Λυσ. 155. 24· τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 745Ε· ἱερόν, ἄγαλμα Πολύβ. 3. 22, 1, κτλ.· ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος τῷ δαίμονι καθ. Πλουτ. Κάμιλλ. 21· τὸ θέατρον Δίων Κ. 39. 38. - Παθ., ἐμοὶ τραφείς τε καὶ καθιερωμένος ῑ Αἰσχύλ. Εὐμ. 304· ἡ Κιρραία χώρα καθιερώθη Δημ. 277. 7, πρβλ. Αἰσχίν. 69. 8· οἱ καθιερωμένοι τῷ Διΐ, οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 3. 224. 2) καθορίζω τι ὡς ἱερόν, τὴν φήμην, τὸ νόμιμον Πλάτ. Νόμ. 838D 839C· δίκαια ἐν στήλῃ καθιερωμένα Πολύβ. 9. 36, 9. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 304, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 192.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consacrer, dédier, dévouer.
Étymologie: κατά, ἱερόω.
Greek Monotonic
καθιερόω: Ιων. κατ-ῑρόω, μέλ. -ώσω· αφιερώνω, αφοσιώνω, αγιάζω, καθαγιάζω, σε Ηρόδ., Αττ.