πολυφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολύφρων]]<br /><b>1.</b> πολλή [[σύνεση]], [[φρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[αντίληψη]], [[ευφυΐα]].
|mltxt=ἡ, Α [[πολύφρων]]<br /><b>1.</b> πολλή [[σύνεση]], [[φρόνηση]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[αντίληψη]], [[ευφυΐα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυφροσύνη:''' ἡ, [[πλήρης]] [[κατανόηση]], [[μεγάλη]] ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφροσύνη Medium diacritics: πολυφροσύνη Low diacritics: πολυφροσύνη Capitals: ΠΟΛΥΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: polyphrosýnē Transliteration B: polyphrosynē Transliteration C: polyfrosyni Beta Code: polufrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A fullness of understanding, great shrewdness, Hdt.2.121.ζ, Democr.40: pl., Thgn.712.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Verstand, Klugheit; Her. 2, 121, 6; im plur., Theogn. 712.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφροσύνη: ἡ, πολλὴ σκέψις, φρόνησις, μεγάλη εὐφυΐα, Ἡρόδ. 2. 121, 6· ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 712.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, habileté.
Étymologie: πολύφρων.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύφρων
1. πολλή σύνεση, φρόνηση
2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.

Greek Monotonic

πολυφροσύνη: ἡ, πλήρης κατανόηση, μεγάλη ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ.