ἐπίβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίβουλος]], -ον) [[επιβουλεύω]]<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει [[κακό]] και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, πράξεις <b>κ.λπ.</b>) ύπουλος, [[δόλιος]] («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίβουλα</i><br />βλαβερά όντα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίβουλος]], -ον) [[επιβουλεύω]]<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει [[κακό]] και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον<br /><b>2.</b> (για ενέργειες, πράξεις <b>κ.λπ.</b>) ύπουλος, [[δόλιος]] («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίβουλα</i><br />βλαβερά όντα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίβουλος:''' -ον ([[ἐπί]], [[βουλή]]), αυτός που συνωμοτεί [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· [[δόλιος]], ύπουλος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίβουλος Medium diacritics: ἐπίβουλος Low diacritics: επίβουλος Capitals: ΕΠΙΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: epíboulos Transliteration B: epiboulos Transliteration C: epivoulos Beta Code: e)pi/boulos

English (LSJ)

ον,

   A plotting against, τοῖς καλοῖς Pl.Smp.203d: abs., treacherous, νόσοι A.Supp.587 (lyr.); of persons, X.Cyr.1.6.27, Thphr.Char.1.7; [θηρίον] (i.e. παῖς) Pl.Lg.808d; δεινὸς καὶ ἐ. a deep designing fellow, Lys.Fr.75.2; γένος Diph. 66.4; πίθηκον, ἐ. κακόν Eub.115; ζῷα ἐ. Arist.HA488b16, 18; τὰ ἐ. τῶν ἀνθρώπων creatures which prey on man, Plu.2.727f; τὰ ἐ. τῆς ψυχῆς Porph.Antr.34; ἐ. ἀνέμων PMag.Leid.V.7.22: Comp. -ότερον, ζῷον Pl.Tht.174d: Sup. -ότατος D.Chr.10.7. Adv. -λως, γίγνεσθαι D.H.11.49, cf. Plu.2.715b, etc.; πράσσειν J.AJ17.5.7.

German (Pape)

[Seite 930] nachstellend, hinterlistig; Ἥρας νόσοι Aesch. Suppl. 582; neben κρυψίνους u. δολερός Xen. Cyr. 1, 6, 27; τινί, Plat. Conv. 203 d; aber τὰ ἐπίβουλα καὶ πολέμια τῶν ἀνθρώπων, gegen die Menschen, Plut. Symp. 8, 7, 3; δυσκολώτερον ζῶον καὶ ἐπιβουλότερον Plat. Theaet. 174 d. – Adv., Plut.; ἐπιβούλως διακεῖσθ αι πρός τινα D. Hal. 11, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίβουλος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐναντίον τινὸς μηχανώμενος ἢ σχεδιάζων κακόν τι, τινι Πλάτ. Συμπ. 203Ε· δόλιος, προδοτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 587, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27, Πλάτ. Νόμ. 808D· δεινὸς καὶ ἐπ., ἄνθρωπος βαθύς, πλήρης σχεδίων, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 2· πίθηκον, ἐπ. κακὸν Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ζῷα ἐπ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 32· τὰ ἐπίβουλα, δολιότητες, Πλούτ. 2. 727F:- Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Θεαίτ. 174D.- Ἐπίρρ. ἐπιβούλως, ἐπιβούλως γίγνεσθαι Διον. Ἁλ. 11. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;
Cp. ἐπιβουλότερος, Sp. ἐπιβουλότατος.
Étymologie: ἐπί, βουλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίβουλος, -ον) επιβουλεύω
1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον
2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα
βλαβερά όντα.

Greek Monotonic

ἐπίβουλος: -ον (ἐπί, βουλή), αυτός που συνωμοτεί εναντίον, τινι, σε Πλάτ.· δόλιος, ύπουλος, σε Ξεν.