μιξολύδιος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος (Α [[μιξολύδιος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «[[μιξολύδιος]] [[τόνος]]» ή «[[μιξολύδιος]] [[τρόπος]]» ή «[[μιξολύδιος]] [[αρμονία]]» — [[ένας]] από τους οκτάχορδους τρόπους του διατονικού γένους, η [[δημιουργία]] του οποίου αποδίδεται στη [[Σαπφώ]] ή στον Πυθαγόρα<br /><b>αρχ.</b><br />αναμεμιγμένος με λυδικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[λύδιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[Λυδία]])].
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και -ος (Α [[μιξολύδιος]], -ον)<br /><b>φρ.</b> «[[μιξολύδιος]] [[τόνος]]» ή «[[μιξολύδιος]] [[τρόπος]]» ή «[[μιξολύδιος]] [[αρμονία]]» — [[ένας]] από τους οκτάχορδους τρόπους του διατονικού γένους, η [[δημιουργία]] του οποίου αποδίδεται στη [[Σαπφώ]] ή στον Πυθαγόρα<br /><b>αρχ.</b><br />αναμεμιγμένος με λυδικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[λύδιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[Λυδία]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιξολύδιος:''' [ῡ], -ον, κατά το ήμισυ [[Λυδικός]] (ως προς τη διάλεκτο ή τη [[μουσική]] [[κλίμακα]]), σε Στράβ.· μιξο-[[λυδιστί]], επίρρ., με το ανάμεικτο Λυδικό μέτρο, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξολύδιος Medium diacritics: μιξολύδιος Low diacritics: μιξολύδιος Capitals: ΜΙΞΟΛΥΔΙΟΣ
Transliteration A: mixolýdios Transliteration B: mixolydios Transliteration C: miksolydios Beta Code: micolu/dios

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A half-Lydian, of the Mysian dialect, μιξολύδιον . . πως καὶ μιξοφρύγιον Xanth.8.    II in Music, mixolydian, τόνος Aristox.Harm.2p.37M., Bacch.Harm.46; ἁρμονία Plu.2.1136c; εἶδος τοῦ διὰ πασῶν Cleonid. 9.

German (Pape)

[Seite 189] halb lydisch, eine Tonart; Strab. XII, 572; Music.

Greek (Liddell-Scott)

μιξολύδιος: [ῡ], -ον, ἐπὶ τῆς διαλέκτου τῶν Μυσῶν, μεμιγμένη μετὰ λυδικῶν λέξεων, μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον· μιξολύδιον γάρ πως εἶναι καὶ μιξοφρύγιον Στράβ. 572, πρβλ. Ξανθ. Ἀποσπ. 8· ἐξυπ. ἁρμονία, καὶ ἡ μιξολύδιος παθητική τίς ἐστι τραγῳδίαις ἁρμόζουσα Πλούτ. 2, 936C: - μιξολῡδιστί, ἐπίρρ. κατὰ τὴν μικτὴν Λυδίαν ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 398Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22· ἴδε Chapell Ἱστ. τῆς Μουσικῆς, σ. 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié lydien.
Étymologie: μίγνυμι, Λυδία.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (Α μιξολύδιος, -ον)
φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» — ένας από τους οκτάχορδους τρόπους του διατονικού γένους, η δημιουργία του οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα
αρχ.
αναμεμιγμένος με λυδικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + λύδιος (< Λυδία)].

Greek Monotonic

μιξολύδιος: [ῡ], -ον, κατά το ήμισυ Λυδικός (ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική κλίμακα), σε Στράβ.· μιξο-λυδιστί, επίρρ., με το ανάμεικτο Λυδικό μέτρο, σε Πλάτ.