σκέπας: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»].
|mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκέπας:''' -αος, τό ([[σκέπω]]), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[στέγαστρο]], [[καταφύγιο]]· ἐπὶ [[σκέπας]], [[κάτω]] από το [[στέγαστρο]] ή μέσα στο [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[καταφύγιο]] από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>σκέπᾰ</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπας Medium diacritics: σκέπας Low diacritics: σκέπας Capitals: ΣΚΕΠΑΣ
Transliteration A: sképas Transliteration B: skepas Transliteration C: skepas Beta Code: ske/pas

English (LSJ)

gen.

   A -αος Arat.857: τό: (σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op.532; σκέπας ὅρμων Lyc.736; of clothes, χλαίνης λιτὸν σ. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat (καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12 codd. (σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα.

German (Pape)

[Seite 892] αος, τό, Decke, Hülle, Schutzdach; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, es war Schutz vor dem Winde, Od. 5, 443. 7, 282. 12, 336; plur., σκέπα, Hes. O. 534; vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 12; einzeln bei sp. D., wie Arat. 1126; σκέπας ἐν νιφετῷ, Antp. Th. 10 (VI, 335).

Greek (Liddell-Scott)

σκέπας: -αος, τό, (σκέπω) κάλυμμα, σκέπασμα, σκέπη, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ σκέπας, ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· σκέπας ἀνέμοιο, σκέπηπροφύλαξις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), αὐτόθι 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως σκέπη (ὃ ἴδε), ἢ σκέπασμα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπας· σκέπη. ὑποδοχή».

French (Bailly abrégé)

αος (τό) :
abri : ἀνέμοιο OD contre le vent.
Étymologie: R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. σκέπω.

English (Autenrieth)

shelter; ἀνέμοιο, ‘against the wind,’ Od. 6.210. (Od.)

Greek Monolingual

-αος, τὸ, Α
1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ.
β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)
2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (πρβλ. σκέπη, σκέπω, σκεπάζω κ.λπ.), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι απλώς της κάλυψης και έτσι διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. καλύπτω και στέγω. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kepure, ρωσ. čepec με σημ. «σκούφια»].

Greek Monotonic

σκέπας: -αος, τό (σκέπω), σκέπασμα, κάλυμμα, στέγαστρο, καταφύγιο· ἐπὶ σκέπας, κάτω από το στέγαστρο ή μέσα στο καταφύγιο, σε Ομήρ. Οδ.· σκέπας ἀνέμοιο, καταφύγιο από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. σκέπᾰ, σε Ησίοδ.