ἐνερευθής: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνερευθής]], -ές (Α) [[έρευθος]]<br /><b>1.</b> [[κοκκινωπός]], [[υποκόκκινος]], [[ερυθρωπός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐνερευθές</i><br />[[ερυθρίαση]], [[ερύθημα]], [[κοκκίνισμα]] («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.). | |mltxt=[[ἐνερευθής]], -ές (Α) [[έρευθος]]<br /><b>1.</b> [[κοκκινωπός]], [[υποκόκκινος]], [[ερυθρωπός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐνερευθές</i><br />[[ερυθρίαση]], [[ερύθημα]], [[κοκκίνισμα]] («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνερευθής:''' -ές, [[ροδαλός]], [[κοκκινωπός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.
German (Pape)
[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἐνερεύθης Orib.50.47.3
1 enrojecido
a) de partes del cuerpo, como signo sintomático τὸ πρόσωπον Hp.Morb.2.71, ἐπαναστάσεις τοῦ δέρματος Gal.19.132, τὰ βλέφαρα Aët.7.78, cf. Ath.26a, Antyll. en Orib.7.16.3, ὁ δὲ ἔσωθεν (χιτὼν τῆς μήτρας) ... ἐνερευθέστερος Sor.1.4.109, cf. Orib.50.47.3;
b) gener. τὸ ἄστρον Str.3.1.5, τὸ σῶμα Ph.1.380, φλοιός Dsc.1.100.4;
c) como signo de un estado de ánimo τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. Plb.31.23.8, cf. Phld.Ir.fr.6.14
•subst. παρειῶν τὸ ἐνευρεθές el enrojecimiento de mejillas Luc.Im.7
•de ahí irritado, Cic.Att.240.1.
2 rojizo, rojo καυλοί Dsc.4.164.1, τὸ πρόσωπον ... λευκὸν καὶ ἐνερευθὲς ἦν Longus 1.24.3, cf. Memn.1.1.1.
Greek Monolingual
ἐνερευθής, -ές (Α) έρευθος
1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός
2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές
ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐνερευθής: -ές, ροδαλός, κοκκινωπός, σε Λουκ.