περισταδόν: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[καθώς]] στέκεται [[κανείς]] κυκλικά, [[γύρω]] από [[κάτι]], [[καθώς]] στέκεται ή έρχεται [[ολόγυρα]] («οἱ δὲ περιελθόντες [[πάντοθεν]] [[περισταδόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> από όλες τις πλευρές, από [[παντού]] («ἐβάλλοντο [[περισταδόν]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>περι</i>-<i>στα</i>- του <i>περι</i>-[[ίστημι]] (<b>πρβλ.</b> <i>στά</i>-<i>δην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>στα</i>-<i>δόν</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[καθώς]] στέκεται [[κανείς]] κυκλικά, [[γύρω]] από [[κάτι]], [[καθώς]] στέκεται ή έρχεται [[ολόγυρα]] («οἱ δὲ περιελθόντες [[πάντοθεν]] [[περισταδόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> από όλες τις πλευρές, από [[παντού]] («ἐβάλλοντο [[περισταδόν]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>περι</i>-<i>στα</i>- του <i>περι</i>-[[ίστημι]] (<b>πρβλ.</b> <i>στά</i>-<i>δην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>στα</i>-<i>δόν</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιστᾰδόν:''' ([[περιστῆναι]]), επίρρ., [[σταθερά]] [[ολόγυρα]] από, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A standing round about, Il.13.551, Hdt.7.225, E. Andr.1136, Theoc.2.68, Call.Hec.1.1.14, etc. 2 from all sides, ἐβάλλοντο π. Th.7.81.
German (Pape)
[Seite 593] adv., herumstehend; Il. 13, 551; Eur. Andr. 1137; Her. 2, 225; Thuc. 7, 81 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιστᾰδόν: ἐπίρρ., Τρῶες· δὲ περισταδόν... οὔταζον, «περιιστάμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 551, Ἡρόδ. 2. 225, Εὐρ. Ἀνδρ. 1136, Θουκ. 7. 81, κτλ.· ― περιστάδην, Θεόδ. Πρόδρ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se tenant tout autour.
Étymologie: περιΐστημι, -δον.
English (Autenrieth)
standing around, drawing near from every side, Il. 13.551†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.)
2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-στα- του περι-ίστημι (πρβλ. στά-δην) + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. παρα-στα-δόν)].
Greek Monotonic
περιστᾰδόν: (περιστῆναι), επίρρ., σταθερά ολόγυρα από, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.