εὔτοκος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔτοκος]], -ον)<br />(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]] σε [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βοηθά τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τοκ</i>- του θ. <i>τεκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>τέκ</i>-<i>νον</i>, <i>έ</i>-<i>τεκον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔτοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing forth easily, Arist. HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.). 2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.
German (Pape)
[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].
Greek Monotonic
εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.