Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλυτόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυτόκαρπος]], -ον (Α)<br />[[ονομαστός]] για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστό</i>-<i>καρπος</i>, [[λεπτό]]-<i>καρπος</i>)].
|mltxt=[[κλυτόκαρπος]], -ον (Α)<br />[[ονομαστός]] για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστό</i>-<i>καρπος</i>, [[λεπτό]]-<i>καρπος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλῠτόκαρπος:''' -ον, [[ένδοξος]] για τα φρούτα του, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόκαρπος Medium diacritics: κλυτόκαρπος Low diacritics: κλυτόκαρπος Capitals: ΚΛΥΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: klytókarpos Transliteration B: klytokarpos Transliteration C: klytokarpos Beta Code: kluto/karpos

English (LSJ)

ον,

   A glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

English (Slater)

κλῠτόκαρπος
   1 with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.