κυβερνάω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(SL_2) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κῠβερνάω</b> <br /> <b>1</b> [[steer]], [[guide]] τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., [[Διός]] [[τοι]] [[νόος]] [[μέγας]] κυβερνᾷ δαίμον' [[ἀνδρῶν]] [[φίλων]] (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ [[μάλιστα]] θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. | |sltr=<b>κῠβερνάω</b> <br /> <b>1</b> [[steer]], [[guide]] τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., [[Διός]] [[τοι]] [[νόος]] [[μέγας]] κυβερνᾷ δαίμον' [[ἀνδρῶν]] [[φίλων]] (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ [[μάλιστα]] θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβερνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Λατ. gubernare,<br /><b class="num">1.</b> [[διευθύνω]], [[καθοδηγώ]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., [[ενεργώ]] ως [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[άρχω]], [[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]], σε Πίνδ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A steer, νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283, cf. Pi.O.12.3 (Pass.), Pl.Plt.298e, etc.: abs., act as helmsman, αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq.544. 2 drive, κ. ἅρματα Pl.Thg.123c; τὸν δρόμον τῶν Ἵππων Hdn.7.9.6. 3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd.291d, etc.; τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100. 4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 (Callipolis). II Med., = Act., κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr.964b17; ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49:—Pass., σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35; μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1; ἡ ἰατρικὴ . . διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp.187a, cf. R.590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.
German (Pape)
[Seite 1522] gubernare, steuern, lenken; νῆα Od. 3, 282; κυβερνῶνται νᾶες Pind. Ol. 12, 2; Plat. Polit. 299 e u. A.; – auch übertr., leiten, regieren; Διὸς νόος κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν Pind. P. 5, 122; πάντα γὰρ σῇ κυβερνῶμαι χερί Soph. Ai. 35; in Prosa, τῆς πόλεως πάντα κυβερνῶσα Plat. Euthyd. 291 d; μιᾷ γνώμῃ τοῦ Κύρου ἐκυβερνᾶτο, das ganze Reich wurde regiert, Xen. Cyr. 8, 8, 1, wie Pol. 6, 4, 2; auch τὸ πῦρ κυβερνώμενον ἀνέμοις, 11, 5, 4. Auch absol., δίκη δὲ κυβερνήσειεν, Antiph. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. gubernare, ἐπὶ πλοίου, ὡς καὶ νῦν, νῆα κυβερνῆσαι Ὀδ. Γ. 283, πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 4, Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε, κτλ.· ἐνεργῶ ὡς κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος, αὐτὸς ἑαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 544. 2) ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππων, κυβ. ἅρματα Πλάτ. Θεάγ. 123C· τὸν δρόμον τῶν ἵππων Ἡρῳδιαν. 7. 9. 3) μεταφορ., ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, Πινδ. Π. 5. 164· σῇ κυβερνῶμαι χειρὶ Σοφ. Αἴ. 35, Ἀντιφῶν 113. 3, Πλάτ. Εὐθύδ. 291D. κτλ.· ἀλλὰ σπανίως ἀφίσταται ἡ ἀρχικὴ σημασία, πρβλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Μέσ., = ἐνεργ., ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Μαρκελλῖν. ἐν Βίῳ Θουκ. σ. 8 Duker. ― Παθ., ἡ ἰατρική... ὑπὸ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Πλάτ. Συμπ. 186Ε· πρβλ. Πολ. 590D, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
diriger : νῆα OD un vaisseau.
Étymologie: orig. inconnue -- DELG suppl. : Rac. *kwerb- « tourner ».
English (Autenrieth)
aor. inf. κυβερνῆσαι: steer, νῆα, Od. 3.283†.
English (Slater)
κῠβερνάω
1 steer, guide τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (O. 12.3) met., Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων (P. 5.122) Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
Greek Monotonic
κῠβερνάω: μέλ. -ήσω, Λατ. gubernare,
1. διευθύνω, καθοδηγώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ενεργώ ως κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., άρχω, εξουσιάζω, κυβερνώ, σε Πίνδ., Σοφ.