πλεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, [[πλεχτικός]], -ή,-ό, Ν [[πλεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλέξιμο]] ή αυτός που ασχολείται με το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλεκτική</i><br />η [[τέχνη]] της κατασκευής πλεκτών ειδών, της μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο γίνεται το [[πλέξιμο]] ή ο [[χρήσιμος]] για την [[πλέξη]] («πλεκτικές μηχανές»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πλεκτικά</i><br />η [[αμοιβή]] που δίνεται για το [[πλέξιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να περιπλέκει ή να περιπλέκεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεκτικῶς</i> Α<br />με πλεκτικό τρόπο, με [[τάση]] για [[περιπλοκή]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, [[πλεχτικός]], -ή,-ό, Ν [[πλεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλέξιμο]] ή αυτός που ασχολείται με το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πλεκτική</i><br />η [[τέχνη]] της κατασκευής πλεκτών ειδών, της μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο γίνεται το [[πλέξιμο]] ή ο [[χρήσιμος]] για την [[πλέξη]] («πλεκτικές μηχανές»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πλεκτικά</i><br />η [[αμοιβή]] που δίνεται για το [[πλέξιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να περιπλέκει ή να περιπλέκεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεκτικῶς</i> Α<br />με πλεκτικό τρόπο, με [[τάση]] για [[περιπλοκή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλεκτικός:''' -ή, -όν ([[πλέκω]]), αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το [[πλέξιμο]], <i>τέχναι</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:59, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεκτικός Medium diacritics: πλεκτικός Low diacritics: πλεκτικός Capitals: ΠΛΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plektikós Transliteration B: plektikos Transliteration C: plektikos Beta Code: plektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, occupied with plaiting, αἱ π. τῶν τεχνῶν Pl.Lg.679a, cf. Plt.283b, 288d.    II entangling or interlacing, Epicur.Ep.1p.8U. Adv. -κῶς Poll.7.172, Sch.Opp.H.2.376.

German (Pape)

[Seite 629] zum Flechten gehörig, damit beschäftigt; τέχναι, Plat. Legg. III, 679 c; καὶ τεκτονική, Polit. 288 d; Sp., auch adv., Schol. Opp. Hal. 2, 376; – zum Verwickeln geneigt, Epicur. bei D. L. 10. 43.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτικός: -ή, -όν, (πλέκω) ὁ εἰς τὸ πλέκειν ἀνήκων, ἐνασχολούμενος, τέχναι Πλάτ. Νόμ. 670Α, πρβλ. Πολιτ. 283Β, 288D. ΙΙ. ὁ διατεθειμένος νὰ περιπλέκῃ ἢ νὰ περιπλέκηται, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 43. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’art de tresser ; ἡ πλεκτική (τέχνη) l’art de tresser;
2 propre à s’entrelacer, à s’unir par un enlacement.
Étymologie: πλέκω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, πλεχτικός, -ή,-ό, Ν πλεκτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο
2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική
η τέχνη της κατασκευής πλεκτών ειδών, της μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδη
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο γίνεται το πλέξιμο ή ο χρήσιμος για την πλέξη («πλεκτικές μηχανές»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεκτικά
η αμοιβή που δίνεται για το πλέξιμο
αρχ.
αυτός που έχει την τάση να περιπλέκει ή να περιπλέκεται.
επίρρ...
πλεκτικῶς Α
με πλεκτικό τρόπο, με τάση για περιπλοκή.

Greek Monotonic

πλεκτικός: -ή, -όν (πλέκω), αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το πλέξιμο, τέχναι, σε Πλάτ.