πανηγυριστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ [[πανηγυρίζω]]<br />[[άτομο]] που μετέχει σε [[πανήγυρη]], που παίρνει [[μέρος]] σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, [[πανηγυριώτης]]. | |mltxt=ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ [[πανηγυρίζω]]<br />[[άτομο]] που μετέχει σε [[πανήγυρη]], που παίρνει [[μέρος]] σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, [[πανηγυριώτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰνηγῠριστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί [[μία]] <i>πανήγυριν</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.
Greek Monotonic
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.