Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσκυνητής: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [[προσκυνῶ]]<br />[[πιστός]] που αποδίδει ευλαβή [[λατρεία]] και [[τιμή]], [[ιδίως]] [[προς]] το [[θείο]], αυτός που προσκυνά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστός]] που μεταβαίνει σε [[ιερό]] [[τόπο]] για [[προσκύνημα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λάτρης]] («[[σήμερα]] του ήλιου ο [[κόσμος]] όλος [[είναι]] / [[προσκυνητής]], [[ερωτευτής]]», Παλαμ.).
|mltxt=ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν [[προσκυνῶ]]<br />[[πιστός]] που αποδίδει ευλαβή [[λατρεία]] και [[τιμή]], [[ιδίως]] [[προς]] το [[θείο]], αυτός που προσκυνά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστός]] που μεταβαίνει σε [[ιερό]] [[τόπο]] για [[προσκύνημα]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[λάτρης]] («[[σήμερα]] του ήλιου ο [[κόσμος]] όλος [[είναι]] / [[προσκυνητής]], [[ερωτευτής]]», Παλαμ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκῠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[πιστός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκῠνητής Medium diacritics: προσκυνητής Low diacritics: προσκυνητής Capitals: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: proskynētḗs Transliteration B: proskynētēs Transliteration C: proskynitis Beta Code: proskunhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A worshipper, Ev.Jo.4.23, OGI262.21 (Baetocaece, iii A.D.), Procop.Aed. 5.7.

German (Pape)

[Seite 771] ὁ, der Verehrer, Anbeter, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ προσκυνῶν, λατρεύων, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 51.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adorateur.
Étymologie: προσκυνέω.

English (Strong)

from προσκυνέω; an adorer: worshipper.

English (Thayer)

προσκυνητου, ὁ (προσκυνέω), a worshipper: John 4:23. (Inscriptions; (ecclesiastical and) Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν προσκυνῶ
πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά
νεοελλ.
1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα
2. συνεκδ. λάτρηςσήμερα του ήλιου ο κόσμος όλος είναι / προσκυνητής, ερωτευτής», Παλαμ.).

Greek Monotonic

προσκῠνητής: -οῦ, ὁ, πιστός, σε Καινή Διαθήκη