σκευάριον: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ σκευάρια</i><br />μικρά σκεύη ή αγγεία<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που χρησιμοποιείται σε [[παιχνίδι]] για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> μικρό [[ένδυμα]] («[[οἷον]] σκευαρίων κατατετριμμένων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ σκευάρια</i><br />μικρά σκεύη ή αγγεία<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] που χρησιμοποιείται σε [[παιχνίδι]] για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> μικρό [[ένδυμα]] («[[οἷον]] σκευαρίων κατατετριμμένων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκευάριον:''' τό, υποκορ. του [[σκεῦος]], μικρό [[δοχείο]] ή οικιακό [[σκεύος]], σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευάριον Medium diacritics: σκευάριον Low diacritics: σκευάριον Capitals: ΣΚΕΥΑΡΙΟΝ
Transliteration A: skeuárion Transliteration B: skeuarion Transliteration C: skevarion Beta Code: skeua/rion

English (LSJ)

τό, Dim.    I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in pl., Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139.    2 implements of gaming, Aeschin.1.59.    II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.

German (Pape)

[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦοςἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.
Étymologie: σκευή.

Spanish

vaso pequeño , recipiente pequeño

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια
μικρά σκεύη ή αγγεία
2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)
3. μικρό ένδυμαοἷον σκευαρίων κατατετριμμένων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Greek Monotonic

σκευάριον: τό, υποκορ. του σκεῦος, μικρό δοχείο ή οικιακό σκεύος, σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.