ἐπιπαρανέω: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπαρανέω]] (Α) [[παρανέω]]<br />[[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] [[ακόμη]] περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιπαρανέω]] (Α) [[παρανέω]]<br />[[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] [[ακόμη]] περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιπαρανέω:''' [[επισωρεύω]] [[ακόμη]] περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A heap up still more besides, Th.2.77.
German (Pape)
[Seite 968] (s. νέω), noch mehr aufhäufen, Thuc. 2, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρανέω: ἔτι μᾶλλον ἐπισωρεύω, Θουκ. 2. 77.
French (Bailly abrégé)
entasser encore par-dessus.
Étymologie: ἐπί, παρανέω.
Greek Monolingual
ἐπιπαρανέω (Α) παρανέω
συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπιπαρανέω: επισωρεύω ακόμη περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ.