προστατέω: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> être président, <i>d’où</i><br /><b>1</b> être à la tête de, gén.;<br /><b>2</b> être protecteur, protéger, défendre, gén.;<br /><b>II.</b> s’avancer ; se tenir devant : ὁ προστατῶν [[χρόνος]] SOPH le temps qui s’avance, qui presse.<br />'''Étymologie:''' [[προστάτης]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> être président, <i>d’où</i><br /><b>1</b> être à la tête de, gén.;<br /><b>2</b> être protecteur, protéger, défendre, gén.;<br /><b>II.</b> s’avancer ; se tenir devant : ὁ προστατῶν [[χρόνος]] SOPH le temps qui s’avance, qui presse.<br />'''Étymologie:''' [[προστάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[προστάτης]])·<br /><b class="num">I.</b> προΐσταμαι, είμαι [[κυβερνήτης]], [[ασκώ]] [[εξουσία]], <i>χθονὸς δώματων</i>, σε Ευρ.· [[προστατέω]] τοῦ ἀγῶνος, είμαι [[επιμελητής]] του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., <i>ὁπροστατῶν</i>, αυτός που ενεργεί ως [[αρχηγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] ως [[υπερασπιστής]], είμαι [[φύλακας]] ή [[προστάτης]] σε, <i>πυλῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>Ἀργείων</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ὁ προστατῶν [[χρόνος]], ο πλησιέστατος [[χρόνος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
= foreg.:
A ruleover, lord it over, χθονός E.Heracl.206; αἰσχρὸν προστατεῖν γε δωμάτων γυναῖκα Id.El.932; τῆς πόλεως Pl.Grg.519c; τῶν μεγίστων Id.La.197e; π. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, X.An.4.8.25; π. νούσου, of a physician, to be in charge, Hp.Praec.13; τοῦ λύχνου τῶν ἱερῶν POxy. 1453.14 (i B.C.): abs., ὁ προστατῶν he that acts as chief, v.l. in X.Cyr. 8.3.25; ὅταν δημοκρατουμένη πόλις ἐλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ Pl.R.562d; = προστατεύω 11, X.Mem.2.7.9; π. τοῦ θεμελιωθῆναι τὴν σύνοδον IG22.1343.14:—Pass., προστατεῖσθαι ὑπό τινων to be ruled or led by them, X.Hier.5.1. b to be president, ἐκκλησίας Ἀρχ. Ἐφ. 1914.180 (Gonni); βουλᾶς IG14.612 (Rhegium). II stand before as a defender, to be guardian or protector of, πυλῶν A.Th.396; Ἥρα π. [Ἀργείων] E.Heracl.349; ἁ διὰ παντὸς Χερσονασιτᾶν προστατοῦσα Παρθένος IPE12.352.23 (ii/i B.C.); ἀναίδειαν, ἥπερ μόνη π. ῥητόρων Ar.Eq.325 (lyr.); πολιτῶν π. αἱρούμενον Men.578. 2 π. περὶ τοῦ ἀνατεθέντος ἀργυρίου bring forward a measure respecting... IG9(1).694.106 (Corc.). III ὁ προστατῶν χρόνος the time that stands before, i.e. is close at hand, S.El.781 (cf. Sch. ad loc.), unless rather tyrannous.
German (Pape)
[Seite 781] vorstehen, Vorsteher sein; Ar. sagt komisch ἀναίδεια μόνη προστατεῖ τῶν ῥητόρων, Equ. 324; ἧς πόλεως προστατεῖ, Plat. Gorg. 519 c; Lach. 197 e; τῆς πόλεως, Xen. Mem. 1, 1, 8; Folgende; τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 35, 7 u. öfter. – Zum Schutze davorstehen, beschützen, vertheidigen, τίς Προίτου πυλῶν προστατεῖν φερέγγυος, Aesch. Spt. 378; δωμάτων, χθονός, Eur. El. 932 Heracl. 207; auch in Prosa: τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας, Pol. 27, 4, 7; auch pass., ὑπ' αὐτῶν προστατεῖσθαι, Xen. Hier. 5, 1; – bevorstehen, ὁ προστατῶν χρόνος, Soph. El. 771.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. être président, d’où
1 être à la tête de, gén.;
2 être protecteur, protéger, défendre, gén.;
II. s’avancer ; se tenir devant : ὁ προστατῶν χρόνος SOPH le temps qui s’avance, qui presse.
Étymologie: προστάτης.
Greek Monotonic
προστᾰτέω: μέλ. -ήσω (προστάτης)·
I. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης, ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί ως αρχηγός, στον ίδ.
II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι φύλακας ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ.
III. ὁ προστατῶν χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.