βροχίς: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[βροχίς]], η (AM) [[βρόχος]]<br />[[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ιστός]] της αράχνης.———————— <b>(II)</b><br />[[βροχίς]], η (Α) [[βροχή]]<br />[[μελανοδοχείο]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[βροχίς]], η (AM) [[βρόχος]]<br />[[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ιστός]] της αράχνης.———————— <b>(II)</b><br />[[βροχίς]], η (Α) [[βροχή]]<br />[[μελανοδοχείο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βροχίς:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> υποκορ. του [[βρόχος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[βρέχω]]), κεράτινο [[μελανοδοχείο]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of βρόχος, Opp.H.3.595; of a spider's
A web, AP9.372 (pl.). II (βρέχω) ink-horn, ib.6.295 (Phan.). III a measure of length, IG12(3).1232.10 (Melos).
German (Pape)
[Seite 465] ίδος, ἡ, 1) die Schlinge = βρόχος, zu dem es Diminutivform, Ant. Sid. 62 (IX, 76); Netz, Opp. H. 3, 595. – 2) Gefäß zum Benetzen, εὐμέλανος, Tintenfaß, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
βροχίς: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 595, Ἀνθ. II. 9. 372. ΙΙ. (βρέχω) μελανοδοχεῖον (ἐκ κέρατος), Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙΙ. μέτρον τι μήκους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2439c.
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
écritoire.
Étymologie: βρέχω.
2ίδος (ἡ) :
1 petit lacet à nœud coulant;
2 filet de pêche.
Étymologie: βρόχος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
lazopara cazar, Opp.C.2.308, AP 9.76 (Antip.Sid.)
•red para pescar, Opp.H.3.595, Hld.5.18.4, λύσας δ' ἐκ βροχίδων de una telaraña AP 9.372, cf. βρόχος.
-ίδος, ἡ
vasija εὐμέλανος β. tintero, AP 6.295 (Phan.)
•prob. de una urna funeraria IG 12(3).1232.10 (Melos, imper.).
• Etimología: v. βρέχω.
Greek Monolingual
(I)
βροχίς, η (AM) βρόχος
παγίδα
αρχ.
ο ιστός της αράχνης.———————— (II)
βροχίς, η (Α) βροχή
μελανοδοχείο.
Greek Monotonic
βροχίς: ἡ,
I. υποκορ. του βρόχος, σε Ανθ.
II. (βρέχω), κεράτινο μελανοδοχείο, στο ίδ.