ἐξάρνησις: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος). | |mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξάρνησις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[άρνηση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A denial, Pl.R.531b.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.
Greek Monolingual
ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).