κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκαφής]], -ές (Α)<br />ο πολύ σκαμμένος («ὦ [[τύμβος]], ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς [[οἴκησις]] [[ἀείφρουρος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκάφος]] «[[σκάψιμο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>σκαφής</i>, <i>νεο</i>-<i>σκαφής</i>].
|mltxt=[[κατασκαφής]], -ές (Α)<br />ο πολύ σκαμμένος («ὦ [[τύμβος]], ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς [[οἴκησις]] [[ἀείφρουρος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκάφος]] «[[σκάψιμο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>σκαφής</i>, <i>νεο</i>-<i>σκαφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασκᾰφής:''' -ές, [[κατεσκαμμένος]], [[βαθιά]] σκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], [[πολύ]] [[βαθιά]] σκαμμένο [[οίκημα]], δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, ib.891.

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ-σκαφής, νεο-σκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.