θεόσεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόσεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά [[κάποιος]] ως θεό<br /><b>2.</b> [[άγιος]], όσιος<br /><b>3.</b> [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πάν</i>-<i>σεπτος</i>, [[περί]]-<i>σεπτος</i>].
|mltxt=[[θεόσεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά [[κάποιος]] ως θεό<br /><b>2.</b> [[άγιος]], όσιος<br /><b>3.</b> [[ευσεβής]], [[θεοσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πάν</i>-<i>σεπτος</i>, [[περί]]-<i>σεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεόσεπτος:''' -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν [[θεός]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσεπτος Medium diacritics: θεόσεπτος Low diacritics: θεόσεπτος Capitals: ΘΕΟΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theóseptos Transliteration B: theoseptos Transliteration C: theoseptos Beta Code: qeo/septos

English (LSJ)

ον,

   A feared as divine, βροντή Ar.Nu.292; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b.    II Act.,= θεοσεβής, Man.4.427.

German (Pape)

[Seite 1198] wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσεπτος: -ον, ὃν σέβεται, τιμᾷ τις ὡς θεόν, ὡς θεῖον, βροντὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐνεργ.= θεοσεβής, Μανέθων 4. 427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’il faut honorer comme un dieu;
2 qui honore la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.

Greek Monolingual

θεόσεπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό
2. άγιος, όσιος
3. ευσεβής, θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν-σεπτος, περί-σεπτος].

Greek Monotonic

θεόσεπτος: -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.