θεόσεπτος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσεπτος Medium diacritics: θεόσεπτος Low diacritics: θεόσεπτος Capitals: ΘΕΟΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theóseptos Transliteration B: theoseptos Transliteration C: theoseptos Beta Code: qeo/septos

English (LSJ)

θεόσεπτον,
A feared as divine, βροντή Ar.Nu.292; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b.
II Act., = θεοσεβής, Man.4.427.

German (Pape)

[Seite 1198] wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu'il faut honorer comme un dieu;
2 qui honore la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.

Russian (Dvoretsky)

θεόσεπτος: внушающий благоговейный страх, т. е. божественный (βροντή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόσεπτος: -ον, ὃν σέβεται, τιμᾷ τις ὡς θεόν, ὡς θεῖον, βροντὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐνεργ.= θεοσεβής, Μανέθων 4. 427.

Greek Monolingual

θεόσεπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό
2. άγιος, όσιος
3. ευσεβής, θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάνσεπτος, περίσεπτος].

Greek Monotonic

θεόσεπτος: -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θεό-σεπτος, ον
feared as divine, Ar.