χρωτίζω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[χρώς]], <i>χρωτός</i>]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χρωτίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ [[ἄνθρωπος]] ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[χρώμα]], [[χρωματίζω]] («τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις χρωτίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — [[μεταδίδω]] τις ιδιότητές μου σε κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον (<b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=ΜΑ [[χρώς]], <i>χρωτός</i>]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χρωτίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ [[ἄνθρωπος]] ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[χρώμα]], [[χρωματίζω]] («τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις χρωτίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — [[μεταδίδω]] τις ιδιότητές μου σε κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον (<b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρωτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> όπως [[χρῴζω]], [[χρωματίζω]] — Μέσ., <i>χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.
Greek (Liddell-Scott)
χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.
French (Bailly abrégé)
colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.
Greek Monolingual
ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χρωτίζω: μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.