χαροπότης: Difference between revisions
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χαρωπότητα]]. | |mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χαρωπότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χᾰροπότης:''' -ητος, ἡ, [[φωτεινότητα]] των ματιών, φωτεινό [[μπλε]] [[χρώμα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.
German (Pape)
[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
couleur d’un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.
Greek Monotonic
χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.