σκληφρός: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[ισχνός]], [[λεπτοφυής]], [[κοκαλιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[κατάξερος]], [[ισχνός]]» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]]) και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] το [[ελαφρός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]])]. | |mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[ισχνός]], [[λεπτοφυής]], [[κοκαλιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>- του <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[κατάξερος]], [[ισχνός]]» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]]) και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] το [[ελαφρός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέλλω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκληφρός:''' -ά, -όν ([[σκέλλω]]), [[ισχνός]], [[λεπτός]], [[λιγνός]], [[αδύνατος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ά, όν, (prob. from σκέλλω)
A slender, slight, thin, Pl.Euthd. 271b, and prob. l. in Arist.Somn.Vig.457a29, Pr.954a7; of a woman, Theopomp.Com.58.
German (Pape)
[Seite 901] att. statt σκληρός, eigtl. zsgzn statt σκελιφρός, schmächtig, Ggstz von προφερής, Plat. Euthyd. 271 b, also jünger aussehend, als man ist; vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. p. 233.
Greek (Liddell-Scott)
σκληφρός: -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ σκέλλω), ἰσχνός, λεπτός, λαγαρός, «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu’il n’est.
Étymologie: att. c. σκελιφρός.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα σκελη- του σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ. και λ. σκέλλω)].
Greek Monotonic
σκληφρός: -ά, -όν (σκέλλω), ισχνός, λεπτός, λιγνός, αδύνατος, σε Πλάτ.