ὑπεκπρολύω: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[λύνω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] και το [[βγάζω]] έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>].
|mltxt=Α<br />[[λύνω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] και το [[βγάζω]] έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρολύω Medium diacritics: ὑπεκπρολύω Low diacritics: υπεκπρολύω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΛΥΩ
Transliteration A: hypekprolýō Transliteration B: hypekprolyō Transliteration C: ypekprolyo Beta Code: u(pekprolu/w

English (LSJ)

   A loose from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the carriage-yoke, unyoked and let them go to graze, Od.6.88.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρολύω: λύω κάτωθέν τινος καὶ ἐξάγω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. κάτωθεν τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν κάτω σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν ἔμπροσθεν ὑπαγορεύει».

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. ὑπεκπροέλυσαν;
dételer de, rég. ind. au gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προλύω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπεκπροέλῦσαν, loosed from under the yoke (wagon), Od. 6.88†.

Greek Monolingual

Α
λύνω κάτι από κάτω και το βγάζω έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + πρό + λύω].

Greek Monotonic

ὑπεκπρολύω: μέλ. -λύσω, λύνω από κάτω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, έλυσαν τα μουλάρια κάτω από τον ζυγό της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.