συγκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[μαζί]] με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σωματείο]] ή σύλλογο) [[συνεδριάζω]]<br /><b>3.</b> μαζεύομαι, [[ζαρώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]], [[καταλαμβάνω]] προεδρική [[έδρα]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[μαζί]] με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σωματείο]] ή σύλλογο) [[συνεδριάζω]]<br /><b>3.</b> μαζεύομαι, [[ζαρώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]], [[καταλαμβάνω]] προεδρική [[έδρα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, [[κάθομαι]] μαζί με, [[συνεδριάζω]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθέζομαι Medium diacritics: συγκαθέζομαι Low diacritics: συγκαθέζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkathézomai Transliteration B: synkathezomai Transliteration C: sygkathezomai Beta Code: sugkaqe/zomai

English (LSJ)

   A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma).    II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monotonic

συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.