ἀνολκή: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνολκή]]) [[ολκή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ναυτ.</b> (για πλοία) [[ανέλκυση]] στην [[ξηρά]] μέ μηχανικά [[κυρίως]] [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλξη]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ρυμούλκηση]]. | |mltxt=η (Α [[ἀνολκή]]) [[ολκή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ναυτ.</b> (για πλοία) [[ανέλκυση]] στην [[ξηρά]] μέ μηχανικά [[κυρίως]] [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλξη]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ρυμούλκηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνολκή:''' ἡ ([[ἀνέλκω]]), [[ανάσυρση]], <i>λίθων</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A hauling up, λίθων Th.4.112; ἀ. καὶ καθολκή Aen.Tact. 10.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολκή: ἡ, (ἀνέλκω) ἡ πρὸς τὰ ἄνω ἕλξις, τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de tirer en haut.
Étymologie: ἀνέλκω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
arrastre τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.
Greek Monolingual
η (Α ἀνολκή) ολκή
νεοελλ.
Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα
αρχ.
έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση.