ἀνεξάλειπτος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεξάλειπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, [[ανεξίτηλος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνεξάλειπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, [[ανεξίτηλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεξάλειπτος:''' -ον ([[ἐξαλείφω]]), μη εξαλειφόμενος, [[απαράγραπτος]], σε Ισοκρ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. -τως Hsch.
German (Pape)
[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: ἀ, ἐξαλείφω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imborrable, indeleble τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
•indestructible, imperecedero τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. -ως imperecederamente φιλείτω με PMag.10.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνεξάλειπτος, -ον)
αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος.
Greek Monotonic
ἀνεξάλειπτος: -ον (ἐξαλείφω), μη εξαλειφόμενος, απαράγραπτος, σε Ισοκρ., Πλούτ.