ἀνέμητος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέμητος]], -ον (Α) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[αδιανέμητος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>2.</b> μη [[δεκτικός]] διαίρεσης, [[αδιαίρετος]]<br /><b>3.</b> (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης. | |mltxt=[[ἀνέμητος]], -ον (Α) [[νέμω]]<br /><b>1.</b> [[αδιανέμητος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>2.</b> μη [[δεκτικός]] διαίρεσης, [[αδιαίρετος]]<br /><b>3.</b> (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνέμητος:''' -ον ([[νέμω]]),<br /><b class="num">1.</b> μη διανεμημένος, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7. 2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.
German (Pape)
[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: ἀ, νέμω.
Spanish (DGE)
-ον
1 sent. pas. no distribuido οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10, ἀνέμητα· ἀμέριστα Hsch.
2 sent. act. que no participa τὸν ἄπορον καὶ ἀ. ὄχλον Plu.Cat.Mi.26.
Greek Monolingual
ἀνέμητος, -ον (Α) νέμω
1. αδιανέμητος, αμοίραστος
2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος
3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης.
Greek Monotonic
ἀνέμητος: -ον (νέμω),
1. μη διανεμημένος, σε Δημ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν έχει μερίδιο, σε Πλούτ.