ἀνθοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθοσύνη]], η (Μ)<br />[[ανθηρότητα]]. | |mltxt=[[ἀνθοσύνη]], η (Μ)<br />[[ανθηρότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθοσύνη:''' ἡ ([[ἄνθος]]), [[άνθηση]], πλούσια [[βλάστηση]], [[ανάπτυξη]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A bloom, luxuriant growth, τεκέων AP5.275 (Agath.); ὑλαίη ib.11.365 (Id.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, die Blüthe, τεκέων Agath. 5 (V, 276).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοσύνη: ἡ, ἄνθησις, ἡ ἀνθηρὰ βλάστησις, καὶ τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην Ἀνθ. Π. 5. 276· ὑλαίην... ἀνθοσύνην αὐτόθι 11. 365.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
floraison ; p. ext. fleur.
Étymologie: ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
abundancia τεκέων AP 5.276 (Agath.), ὑλαίη AP 11.365 (Agath.).
Greek Monolingual
ἀνθοσύνη, η (Μ)
ανθηρότητα.
Greek Monotonic
ἀνθοσύνη: ἡ (ἄνθος), άνθηση, πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, σε Ανθ.