ἀνύμφευτος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM [[ἀνύμφευτος]], -ον)<br />[[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] («εδώ κοιμάτ' [[αφέντης]] μας τ' όμορφο [[παλληκάρι]] τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό<br />«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», [[προσφώνηση]] της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο<br />«[[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ», <b>Σοφ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>).
|mltxt=κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM [[ἀνύμφευτος]], -ον)<br />[[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] («εδώ κοιμάτ' [[αφέντης]] μας τ' όμορφο [[παλληκάρι]] τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό<br />«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», [[προσφώνηση]] της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο<br />«[[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ», <b>Σοφ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύμφευτος:''' -ον ([[νυμφεύω]]), ανύπανδρος, [[ανύμφευτος]], σε Σοφ.· ἀν. [[γονή]], [[γέννημα]] από ολέθριο γάμο, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνύμφευτος Medium diacritics: ἀνύμφευτος Low diacritics: ανύμφευτος Capitals: ΑΝΥΜΦΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anýmpheutos Transliteration B: anympheutos Transliteration C: anymfeftos Beta Code: a)nu/mfeutos

English (LSJ)

ον,

   A unwedded, S.El.165 (lyr.); ματρὸς ἔχοντες ἀ. γονάν born of an ill marriage, Id.Ant.980, v. Sch.: transf. of things, κάρηνον (of Zeus), Nonn.D.46.48, cf. 20.155,al.

German (Pape)

[Seite 266] unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύμφευτος: -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, ἄγαμος, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ, ἄγαμος ἀεὶ περιέρχομαι, Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non marié;
2 né hors mariage, illégitime, incestueux.
Étymologie: ἀ, νυμφεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 solterode Electra, S.El.165, κόραι Lyc.1153
fig. κάρηνον ἀ. cabeza no casada de Zeus, de la que nació Atenea, Nonn.D.46.48, ἀνυμφεύτοισι δόμοις ἐφυλάσσετο κούρη la doncella era guardada en un palacio no casado e.d., la doncella no casada era guardada en palacio Nonn.D.20.155.
2 que no proviene de matrimonio de donde infausto γονά S.Ant.980.

Greek Monolingual

κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM ἀνύμφευτος, -ον)
άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ' αφέντης μας τ' όμορφο παλληκάρι τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό
«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο
«ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ., Ηλέκτρα).

Greek Monotonic

ἀνύμφευτος: -ον (νυμφεύω), ανύπανδρος, ανύμφευτος, σε Σοφ.· ἀν. γονή, γέννημα από ολέθριο γάμο, στον ίδ.